- βλάβομαι
- βλάβ-ομαι,A = βλάπτομαι, only [ per.] 3sg.,
βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.166
; stumble, hesitate, of a speaker, ib.82; of a bowstring, Anacreont.31.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.166
; stumble, hesitate, of a speaker, ib.82; of a bowstring, Anacreont.31.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek